πολυκερδής

πολυκερδής
-ές, ΝΑ
1. αυτός που αποφέρει μεγάλο κέρδος
2. αυτός που κερδίζει πολλά
αρχ.
1. πολύ πανούργος, πολυμήχανος («αἰὲν ἐνὶ στήθεσσι νόον πολυκέρδεα νωμῶν», Ομ. Οδ.).
επίρρ...
πολυκερδώς / πολυκερδῶς ΝΑ
κατά τρόπο πολυκερδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κερδής (< κέρδος), πρβλ. αισχρο-κερδής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυκερδῆ — πολυκερδής very crafty neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυκερδής very crafty masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυκερδής very crafty masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκερδέστερον — πολυκερδής very crafty adverbial comp πολυκερδής very crafty masc acc comp sg πολυκερδής very crafty neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκερδεῖς — πολυκερδής very crafty masc/fem acc pl πολυκερδής very crafty masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκερδέα — πολυκερδής very crafty neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυκερδής very crafty masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκερδοῦς — πολυκερδής very crafty masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκερδέας — πολυκερδής very crafty masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκερδέος — πολυκερδής very crafty masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκερδῶς — πολυκερδής very crafty adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мъногообрѣтеньѥ — МЪНОГООБРѢТЕНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Выгода, хороший результат: бдѧщим же получающе себѣ сп(с)нь˫а трудъ. кананархисающе. иже и чиноначалници. их же дѣлательство полезно есть на многообрѣтенье. келарьствующии же и обѣдотворци. и хлѣботворци... их же дѣло …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”